-
1 άρρωστος
-
2 ἄρρωστος
-
3 αρρωστος
и Anth. ἄρωστος 21) слабый, болезненный, хилый Xen., Arst., Plut.οὐκ ἄ. τέν ψυχήν Xen. — разумный человек
2) неспособный, непригодный(πρὸς τὰς πράξεις Isocr.)
3) несклонный, нерасположенный(ἐς τέν μισθοδοσίαν Thuc.)
-
4 ἄρρωστος
ἄρρωστος, ον (s. ἀρρωστέω; for spelling B-D-F §11, 1) sick, ill, lit. powerless (so Hippocr.+; SIG2 858, 17; restored in PEdgar 4, 5=PCairZen 18, 5=Sb 6710 [259/258 B.C.]; Sir 7:35; Mal 1:8; Jos., Bell. 5, 526) 1 Cor 11:30 (w. ἀσθενής).—Mt 14:14; Mk 6:5, 13; 16:18.—B. 298; 302. DELG s.v. ῥώννυμι. M-M. -
5 άρρωστος
η, ο [ος, ον ] 1.1) прям., перен. больной;σοβαρά άρρωστος — тяжело больной;
άρρωστη φαντασία — больное воображение;
από τί είναι άρρωστ; — чем он болен?;
2) с испорченным настроением; морально подавленный;2. (ο) больной; пациент -
6 ἄῤῥωστος
{прил., 5}слабый, хилый, болезненный.Ссылки: Мф. 14:14; Мк. 6:5, 13; 16:18; 1Кор. 11:30.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἄῤῥωστος
-
7 άρρωστος
{прил., 5}слабый, хилый, болезненный.Ссылки: Мф. 14:14; Мк. 6:5, 13; 16:18; 1Кор. 11:30.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > άρρωστος
-
8 ἄρρωστος
слабый, хилый, болезненный.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄρρωστος
-
9 άρρωστος
-
10 ἄρρωστος
-ος,-ον + A 0-0-1-0-1=2 Mal 1,8; Sir 7,35 -
11 άρρωστος
[аростос] επ больной. -
12 ἄρρωστος
A weak, sickly, Arist. HA 634b14, Plu.2.465c. Adv.-τως, ἔχειν Aeschin.2.14
, cf. D.H.7.12;διακεῖσθαι Isoc.19.20
.2 in moral sense, weak, feeble,τὴν ψυχήν X.Ap.30
, cf. Oec.4.2 ([comp] Comp.).3 ἀρρωστότερος ἐς τὴν μισθοδοσίαν remiss in payment, Th.8.83. [ᾰρωστος AP11.206
(Lucill.).]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄρρωστος
-
13 ἄῤῥωστος
ἄῤ-ῥωστος, schwach, kränklich -
14 άρρωστος
malade -
15 άρρωστος
chory przym. -
16 άρρωστος
1) chorobný2) churavý3) nemocen4) nemocný -
17 άρρωστος
1) ghastly2) ill3) sickΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > άρρωστος
-
18 Κάλλιο φτωχός υγιής, παρά πλούσιος άρρωστος
Κάλλιο φτωχός υγιής, παρά πλούσιος άρρωστος– Κανένα αγαθό δεν έχει αξία άμα χάσεις την υγεία• Здоровье дороже денег• Деньги потерял – ничего не потерял, время потерял – много потерял, здоровье потерял – все потерял• Здоров будешь – все добудешьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κάλλιο φτωχός υγιής, παρά πλούσιος άρρωστος
-
19 Ο άρρωστος θέλει γιατρό κι ο πεθαμένος κλάμα
• Больному – врач, а умершему – плачьИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο άρρωστος θέλει γιατρό κι ο πεθαμένος κλάμα
-
20 Ο άρρωστος που όρισε ως κληρονόμο του το γιατρό, ποτέ δε θα γίνει καλά
• Больной, сделавший своим наследником врача, никогда не поправитсяИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο άρρωστος που όρισε ως κληρονόμο του το γιατρό, ποτέ δε θα γίνει καλά
См. также в других словарях:
ἄρρωστος — weak masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρρωστος — η, ο (AM ἄρρωστος, ον) 1. ο αδύνατος, ο ασθενής 2. ο ψυχικά ασθενής νεοελλ. 1. μτφ. ο καταστενοχωρημένος, αυτός που δεν έχει διάθεση 2. ο παράλογος (π.χ. άρρωστη φαντασία, άρρωστος εγωισμός) αρχ. ο απρόθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ρώννυμαι (παθ … Dictionary of Greek
άρρωστος — η, ο αυτός που πάσχει από κάτι, ο ασθενής: Δυο μήνες πάνε που είναι άρρωστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρρωστότερον — ἄρρωστος weak adverbial comp ἄρρωστος weak masc acc comp sg ἄρρωστος weak neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρωστοτέρων — ἄρρωστος weak fem gen comp pl ἄρρωστος weak masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρωστότατον — ἄρρωστος weak masc acc superl sg ἄρρωστος weak neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρώστως — ἄρρωστος weak adverbial ἄρρωστος weak masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρρωστον — ἄρρωστος weak masc/fem acc sg ἄρρωστος weak neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρωστοτάτη — ἄρρωστος weak fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρωστοτέρους — ἄρρωστος weak masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρωστότατος — ἄρρωστος weak masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)